αψιδοειδής

αψιδοειδής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που έχει σχήμα αψίδας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αψιδοεϊδής — ές (AM ἀψιδοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα αψίδας …   Dictionary of Greek

  • ἁψιδοειδῆ — ἁψιδοειδής arched neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἁψιδοειδής arched masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἁψιδοειδής arched masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁψιδοειδεῖ — ἁψιδοειδής arched masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἁψιδοειδής arched masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁψιδοειδεῖς — ἁψιδοειδής arched masc/fem acc pl ἁψιδοειδής arched masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”